μολυβδαίνιο

μολυβδαίνιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Μο· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 42, ατομικό βάρος 95,95, επτά σταθερά ισότοπα και έξι ραδιενεργά ισότοπα. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο στη φύση, αλλά σε μικρές ποσότητες· δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά σε μερικά ορυκτά, από τα οποία τα πιο ενδιαφέροντα είναι ο μολυβδαινίτης (απ’ όπου εξάγεται το μέταλλο) και ο βουλφενίτης. Ο μολυβδαινίτης αποτελείται από διθειούχο μ. (MoS2), έχει όψη όμοια με του γραφίτη και γράφει, όπως και αυτός, στο χαρτί. Λόγω του υψηλού σημείου τήξης, το μ. ήταν δύσκολο να εξαχθεί και συγχεόταν για πολύ καιρό με το μόλυβδο. Τη διαφορά μεταξύ των δύο στοιχείων την παρατήρησε ο Σέελε το 1778, ο οποίος και έδωσε στο μ. το όνομα που φέρει. Στη μεταλλική του κατάσταση, το μ. παραλαμβάνεται με αναγωγή του οξειδίου του με υδρογόνο και σύμπηξη της σκόνης. Οι στερεές ράβδοι τήκονται αν τις χρησιμοποιήσουμε ως ηλεκτρόδια βολταϊκού τόξου σε αδρανή ατμόσφαιρα. Είναι μέταλλο χρώματος φαιού ανοιχτού το οποίο τήκεται στους 2.625°C, δεν αλλοιώνεται από τον αέρα και μπορεί, όπως το σίδερο, να σφυρηλατηθεί· διαλύεται στα πυκνά ορυκτά οξέα και στο βασιλικό ύδωρ. Σχηματίζει πολυάριθμες ενώσεις σε πέντε διαφορετικά στάδια οξείδωσης: είναι δυνατόν να κατέχει πέντε διάφορα σθένη, από 2 ως 6. Η εφαρμογή του στη μεταλλουργία του χάλυβα χρονολογείται από το 1918 και οφείλεται στις έρευνες για τελειοποιήσεις των πολεμικών όπλων. Βιομηχανική εφαρμογή του μ. στη μεταλλική του κατάσταση γίνεται για να παρασκευαστούν ειδικοί χάλυβες (χάλυβες μ.) και μαζί με το χρώμιο και το νικέλιο για τους ανοξείδωτους χάλυβες· οι χάλυβες με μ. διαθέτουν μηχανική αντοχή, ειδικά στη θερμότητα, σημαντικά ανώτερη από τον κανονικό χάλυβα, ο οποίος έχει επίσης και χαμηλότερη σκληρότητα. Επειδή το μ. έχει υψηλό σημείο τήξης χρησιμοποιείται στην κατασκευή αγωγών για ηλεκτρικές αντιστάσεις. Το διθειούχο μ. καθαρισμένο και λειοτριβημένο σε μια λεπτότητα μεγέθους λίγων μικρών (μ) χρησιμοποιείται σε κολλοειδή κατάσταση ως στερεό λιπαντικό και ως διασπαρμένο προσθετικό στα λιπαντικά έλαια. Το μ. είναι ένα από τα ουσιαστικά στοιχεία διατροφής των φυτών· προκαλεί, εκλεκτικά στα λαχανικά, τη στερέωση του αζώτου. Η παγκόσμια παραγωγή μολυβδαίνιου φτάνει τους 80.000 τόνους. Κύριες παραγωγοί χώρες είναι οι ΗΠΑ (ορυχεία της Κουέστα στο Νιου Μέξικο και του Κλάιμαξ στο Κολοράντο), ο Καναδάς, η Ρωσία, η Χιλή, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το Περού, η Νορβηγία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Ο μολυβδαινίτης είναι πέτρωμα που προέρχεται, ως ορυκτό, από το μολυβδαίνιο.
* * *
το
1. χημ. λευκό και στιλπνό μεταλλικό χημικό στοιχείο μετάπτωσης με σύμβολο Μο και ατομικό αριθμό 42, ανάλογο χημικά προς το χρώμιο και το βολφράμιο
2. φρ. «ώχρα μολυβδαινίου»
(ορυκτ.)
άλλη ονομασία τού ορυκτού μολυβδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. molybdene (< μόλυβδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

  • μολυβδαινικός — ή. ο 1. αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από μολυβδαίνιο («μολυβδαινικό οξύ») 2. φρ. «μολυβδαικά και βολφραμικά ορυκτά» (ορυκτ.) φυσικής προέλευσης άλατα τού μολυβδαινικού και βολφραμικού οξέος …   Dictionary of Greek

  • τεχνήτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Tc· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 43, ατομικό βάρος 99 και δέκα επτά ισότοπα από 92 έως 105. Το τ. δεν υπάρχει στη φύση (γι’ αυτό του έδωσαν αυτή …   Dictionary of Greek

  • τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… …   Dictionary of Greek

  • βιτάλιο — Εμπορική ονομασία κράματος από κοβάλτιο (65%), χρώμιο (25%), μολυβδαίνιο (6%) και από διάφορα άλλα στοιχεία σε μικρές αναλογίες (σίδηρο, νικέλιο κ.ά.). Χρησιμοποιείται στη χειρουργική και την οδοντοτεχνία και ιδιαίτερα στην κατασκευή πτερυγίων… …   Dictionary of Greek

  • θυρίστορ — Ημιαγωγικός ανορθωτής που κατασκευάζεται από μονοκρύσταλλο ημιαγωγό (πυρίτιο) με δομή τεσσάρων στρωμάτων p n p n και αποτελεί το ισοδύναμο στερεάς κατάστασης της τριόδου ηλεκτρονικής λυχνίας θύρατρο. Οι εξωτερικές συνδέσεις ενός θ. γίνονται στον… …   Dictionary of Greek

  • ίγκνιτρο — Ανορθώτρια λυχνία αερίου που χρησιμοποιείται ως βαλβίδα σε ισχυρές ανορθωτικές συσκευές, στην ηλεκτροκίνηση, σε μονάδες τήξης κ.α. Αποτελείται από μια λεκάνη που περιέχει υδράργυρο (παίζει τον ρόλο της καθόδου και δημιουργεί στον αερόκενο χώρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”